χαϊβάνι

χαϊβάνι
τό
1) безмозглый тупица; 2) прям. , перен. животное

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαϊβάνι" в других словарях:

  • χαϊβάνι — το, Ν 1. κατοικίδιο ζώο, ιδίως το βόδι και η αγελάδα («τά πότισες τα χαϊβάνια;») 2. μτφ. α) βλάκας, κουτός β) μωρό, νεογνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayvan «ζώο»] …   Dictionary of Greek

  • χαϊβάνι — το (λ. τουρκ.), άνθρωπος χαζός, καθόλου έξυπνος, βλάκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαϊβανάκι — το, Ν υποκορ. (ιδίως θωπευτ.) μικρό μωρό, αθώο πλάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαϊβάνι + υποκορ. κατάλ. άκι*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»